Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Συναγερμό έχει σημάνει στους καλλιεργητές ακτινιδίου της Θεσσαλίας

Metcalfa pruinosa

Συναγερμό έχει σημάνει στους καλλιεργητές ακτινιδίου της Θεσσαλίας, καθώς το
έντομο Metcalfa pruinosa έχει προκαλέσει ζημιές στις καλλιέργειές τους. Για το θέμα αυτό πραγματοποιήθηκε σήμερα σύσκεψη στην Περιφέρεια Θεσσαλίας υπό τον περιφερειάρχη, Κώστα Αγοραστό, για την αντιμετώπιση του φαινόμενου. Σύμφωνα με στοιχεία των γεωπόνων, το έντομο αυτό είναι εξαιρετικά πολυφάγο και η ταχεία διάδοσή του οφείλεται στην περιορισμένη παρουσία φυσικών εχθρών και στον μεγάλο αριθμό φυτικών ειδών από τα οποία μπορεί να τραφεί.




Οι άμεσες ζημιές που προκαλεί το έντομο είναι η αφαίρεση φυτικών χυμών που έχουν αποτέλεσμα την ελάττωση της ανάπτυξης του φυτού, ενώ οι έμμεσες ζημιές οφείλονται στην παραγωγή μελιτώματος που επικάθεται στα φύλλα και στα φρούτα και δημιουργεί υπόστρωμα για την ανάπτυξη καπνιάς. Τα προσβεβλημένα φυτά εξαιτίας της καπνιάς είναι μαυρισμένα, έχουν καχεκτική όψη και παράγουν προϊόντα υποβαθμισμένης ποιότητας.

Η βιολογική αντιμετώπιση του εντόμου, όπως αναφέρεται από την Περιφέρεια Θεσσαλίας, που αποφασίστηκε να ακολουθηθεί, πραγματοποιείται με την εξαπόλυση του παρασιτοειδούς Neodryinus typhlocybae στις θέσεις διαχείμασης του φυτοφάγου στην έναρξη του κύκλου (μέσα άνοιξης) όπου υπάρχει και ο χαμηλότερος πληθυσμός. Η φιλοσοφία του προγράμματος «βιολογικής καταπολέμησης» είναι μέσω της εγκατάστασης ενός φυσικού εχθρού του φυτοφάγου εντόμου (έστω και σε χαμηλούς πληθυσμούς) , ώστε σε βάθος χρόνου να αναπτυχθεί ικανός αριθμός που θα θέσει υπό έλεγχο την προσβολή. Σε δηλώσεις του ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας υπογράμμισε ότι επειδή στόχος της Περιφέρειας Θεσσαλίας είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η ενδεδειγμένη λύση που προωθεί η Περιφέρεια είναι βιολογική, δηλαδή με την τοποθέτηση κλωβών όπου θα είναι εγκατεστημένοι φυσικοί εχθροί καταπολέμησης του φυτοφάγου εντόμου και όχι με χημικά μέσα.

Ο περιφερειάρχης ανέφερε ακόμη ότι στόχος είναι να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη «ρίζα» του, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο επιβλαβές έντομο μπορεί να βλάψει και άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως αχλαδιές, ελιές, μηλιές και αμπέλια.
                                  
Πηγή: aftodioikisi.gr

Καλλιεργεια ακτινιδιας


Εισαγωγή

Η καλλιέργεια της ακτινιδιάς (Αctinidia chinensis) στη χώρα μας εντοπίζεται σε περιοχές με ευνοϊκές εδαφοκλιματικές συνθήκες και κυρίως σε περιοχές με δενδροκομική παράδοση όπως είναι η περιοχή της Μακεδονίας (Πιερία, Ημαθία, Πέλλα).

Η εφαρμογή της Βιολογικής γεωργίας ξεκίνησε το 1994 στο Νομό Ημαθίας και σήμερα καλλιεργούνται 650 στρέμματα εκ του συνόλου 5. 500.

Εγκατάσταση Οπωρωνα

Η ακτινιδιά προσαρμόζεται σε θερμά και υγρά κλίματα και οι ιδανικότερες περιοχές είναι οι μεσημβρινής έκθεσης καλά ηλιαζόμενες και αρδευόμενες πλαγιές. Δεν πρέπει να επιλέγονται περιοχές με βεβαρημένο ιστορικό στην εμφάνιση παγετών, διότι η ακτινιδιά είναι πολύ ευαίσθητη. Επίσης χρειάζεται εδάφη γόνιμα καλά στραγγιζόμενα, αρδευόμενα, ουδέτερα ή ελαφρώς όξινα. Στην Ημαθία παρατηρείται μία έντονη χλώρωση από έλλειψη σιδήρου, διότι τα εδάφη είναι αλκαλικά και πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο. Την αλκαλικότητα μπορεί να την ανεχθεί το φυτό όταν το έδαφος είναι πλούσιο σε οργανική ουσία.
Σε περιοχές όπου εμφανίζονται ισχυροί άνεμοι απαιτείται η ύπαρξη ανεμοθραύστη, ώστε να προφυλαχθούν η τρυφερή βλάστηση την άνοιξη αλλά και οι καρποί το φθινόπωρο.
Πρέπει να αποφασισθεί εκ των προτέρων το σχήμα διαμόρφωσης ώστε να τοποθετηθεί ο μόνιμος εξοπλισμός στήριξης της καλλιέργειας. Στην Ημαθία έχει υιοθετηθεί η κρεβατίνα για τον βιολογικό τρόπο παραγωγής.

Φυτευση

Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή των επικονιαστριών ποικιλιών, ώστε να συνανθίζουν καθώς και με την διάταξη τους στη φυτεία. Η αναλογία που χρησιμοποιείται είναι 1:6, 1:5 αρσενικών προς θηλυκά φυτά και αποβλέπουμε στην καλύτερη παραγωγή.
Η παρουσία εντόμων είναι επιβεβλημένη ώστε να πετύχουμε μεγαλύτερο ποσοστό άριστης επικονίασης (μεταφορά μελισσιών κατά την περίοδο της άνθησης).

Λiπανση

Η ακτινιδιά έχει μεγάλες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία τόσο στα πρώτα στάδια, ώστε να εξασφαλιστεί ζωηρή βλάστηση και ανάπτυξη, όσο και στο στάδιο της πλήρους παραγωγής.
Στην Ημαθία έχουν διαγνωστεί σε πολλές περιπτώσεις συμπτώματα έλλειψης Fe, διότι τα εδάφη είναι πλούσια σε ενεργό ανθρακικό ασβέστιο και με υψηλό pH, καθώς και περιπτώσεις υπέρμετρης αζωτούχου λίπανσης σε συμβατικούς ακτινιδεώνες που οδήγησε σε εφαρμογή θερινών κλαδεμάτων και υποβάθμιση της ποιότητας των καρπών.
Πριν την εγκατάσταση του βιολογικού ακτινιδεώνα πρέπει να κάνουμε ανάλυση εδάφους, η οποία θα καθορίσει τον τρόπο δράσης και τις τυχόν διορθωτικές κινήσεις.
Η πλειονότητα των εδαφών χαρακτηρίζεται όπως είπαμε από χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, υψηλό pH έως και 8,5 και μεγάλη περιεκτικότητα σε CaCo3.
Επιβάλλεται λοιπόν η βελτίωση του pH που θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της ικανότητας πρόσληψης του Fe με την προσθήκη τύρφης, η οποία έχει όξινη αντίδραση, είναι πλούσια σε χουμικούς παράγοντες και βελτιώνει την δομή του εδάφους. Η ύπαρξη χουμικών παραγόντων στο έδαφος προστατεύει τα φυτά από έλλειψη Fe, αφού μετατρέπουν τα ανόργανα ιόντα σε διαθέσιμες για τα φυτά μορφές και ενεργοποιούν τις ρίζες.
Για την αντιμετώπιση της τροφοπενίας Fe χρησιμοποιούνται και διάφορα επιτρεπόμενα σκευάσματα που εφαρμόζονται διαφυλλικά.
Η λίπανση στην ακτινιδιά χωρίζεται σε τρία στάδια:
α.       Λίπανση πριν την εγκατάσταση όπου με βάση τις εδαφολογικές αναλύσεις αποφασίζουμε αν χρειάζεται να βελτιώσουμε την υπάρχουσα κατάσταση και αν είναι σύμφορη οικονομικά για τον παραγωγό. Εφαρμόζουμε λοιπόν ποσότητες είτε κοπριάς είτε compost και στις περιπτώσεις που τα εδάφη είναι αλκαλικά (Ημαθία) προσθέτουμε στοιχειακό θείο ή τύρφη. Στα αντίστοιχα όξινα εδάφη προσθέτουμε ανθρακικό ασβέστιο.
β.       Λίπανση ανάπτυξης: Ονομάζεται η λίπανση που εφαρμόζεται έως και τον 7ο χρόνο ανάπτυξης της φυτείας οπότε τα φυτά εισέρχονται σε στάδιο πλήρους παραγωγής. Ο τρόπος δράσης καθορίζεται πάλι από τις αναλύσεις εδάφους. Οι ανάγκες των φυτών δεν έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο αφού σταδιακά αυξάνονται.
γ.       Λίπανση καρποφορίας: Μετά τον 7ο χρόνο ομαλοποιούνται οι ανάγκες των φυτών, τις οποίες όμως πρέπει να παρακολουθούμε με την πραγματοποίηση αναλύσεων εδάφους και φύλλων. Ο παραγωγός πρέπει να δώσει ιδιαίτερη σημασία και στις εκροές θρεπτικών στοιχείων που γίνονται (παραγωγή καρπών) και να δράσει ανάλογα π. χ. αν μετά από παγετό μειωθεί η παραγωγή έως και να μην πάρουμε καθόλου παραγωγή τότε οι εκροές των στοιχείων θα είναι μηδαμινές, υπολογίζοντας πάντα ότι ο παραγωγός θα αφήσει τα υπολείμματα του κλαδέματος στο χωράφι. Εφαρμόζεται γενικά κοπριά, τύρφη, compost και συγκαλλιέργεια με διάφορα αζωτοδεσμευτικά φυτά.
Στην περίπτωση προσθήκης φωσφορίτη θα πρέπει να γίνει σωρός με κοπριά για να ζημιωθεί. Αν εφαρμοστεί απευθείας παραμένει αδιάλυτος και δεν είναι σε θέση να εφοδιάσει Ρ στα φυτά, ιδίως σε αλκαλικά εδάφη.
Ο παραγωγός θα πρέπει να συνδυάζει τις αναλύσεις εδάφους και φύλλων που θα πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα και της παραγωγής που λαμβάνει καθώς και να κάνει συνεχώς ελέγχους της βλαστικής κατάστασης και του ρυθμού ανάπτυξης.

Προσδιορισμoς επιπeδων επaρκειας θρεπτικων στοιχεiων

Το εύρος των τιμών περιεκτικότητας σε θρεπτικά στοιχεία αφορά εδάφη από κτήματα περιοχών της Β. Ελλάδας:
pH (6,6-8,4) CaCo3 (0,0-7,5%) Ηλεκτρ. Αγωγιμότητα (0,27-1,63 mmhos/cm2) Οργανική ουσία (0,4-1,9%) Ρ (7,4-31 ppm) K (130-850 ppm) Ca (50-167 ppm) Mg (15-74 ppm) B (0,3-0,67 ppm) Zn (0,7-3,94 ppm) Mn (8,4-141,9 ppm) Fe (5,68-36-8 ppm) Cu (0,84-5,34 ppm).
H φυλλοδιαγνωστική εφαρμόζεται παίρνοντας δείγμα 50-60 φύλλων πλήρως ανεπτυγμένα με μίσχο κατά την χρονική περίοδο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου. Οι οριακές τιμές των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα της ακτινιδιάς για τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Β. Ελλάδας είναι οι εξής:
Ν (2,2-2,95%) Ρ (0,2-0,6%) Κ (2-3,7%) Ca (2,1-5%) Mg (0,55-0,82%) B (24-60 ppm) Zn (12-26 ppm) Mn (22-242 ppm) Fe (48-190 ppm) Cu (5-13 ppm).
Οριακές τιμές θρεπτικών στοιχείων στους καρπούς για οικοδόμηση ξηράς ουσίας: Ν (0,88-1,51%) Ρ (0,14-0,34%) Κ (1,5-2,6%) Ca (0,2-0,39%) Mg (0,12-0,34%) B (10,8-17,5 ppm) Zn (2,5-3 ppm) Mn (0,5-10 ppm) Fe (5-88 ppm) Cu (4,5-15-5 ppm).
H επάρκεια θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα δεν διασφαλίζει πάντα την επάρκεια θρεπτικών στοιχείων στους καρπούς.
Από έρευνες έχει βρεθεί ότι καρποί με ξηρά ουσία 16-19% είχαν καλύτερη συντηρησιμότητα από καρπούς με ξηρά ουσία 14-15%. Ενώ στην αρχή της αποθήκευσης είχαν ίδια αντίσταση, τον Μάϊο είχαν οι πρώτοι αντίσταση 1,5 kgr/cm2 έναντι 1,0 kgr/cm2.
Επίσης καρποί με άνω των 18% ξηρά ουσία είχαν υψηλότερη περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά.
Τέλος η ολική οξύτητα που μειώνεται στη διάρκεια συντήρησης, στα πρώτα στάδια ήταν μικρότερη στους καρπούς με υψηλή περιεκτικότητα σε ξηρά ουσία.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι σημαντικά αφού δεχόμαστε ότι προϊόντα βιολογικής γεωργίας έχουν υψηλότερα επίπεδα ξηράς ουσίας σε σχέση με αυτά της συμβατικής, ως αποτέλεσμα της πολιτικής στο θέμα της λίπανσης μιας βιολογικής καλλιέργειας.
Έχει αναφερθεί η επίδραση ορισμένων θρεπτικών στοιχείων στην ποιότητα του ακτινιδίου (ποικ. Hayward):
1.       υψηλό pH στα φύλλα (>2,7%) επιδρά στην αύξηση μεγέθους των καρπών
2.        υψηλό Ν καρπών επιδρά στην αύξηση της αντοχής των καρπών στην πίεση
3.       υψηλό ΝΟ3 του ποδίσκου επιδρά στην αύξηση της συνεκτικότητας των καρπών
4.       υψηλή αναλογία Ν/Ca, (N+K)/Ca μειώνει την συντηρησιμότητα των καρπών
5.       χαμηλό Ca καρπών έχει ως συνέπεια το πρώιμο μαλάκωμα τους
6.       υψηλό Ρ φύλλων έχει ως συνέπεια μεγάλο μέγεθος καρπών
7.       τοξικότητα Β έχει ως συνέπεια το μαλάκωμα των καρπών

Αντιμετώπιση ανεπιθύμητων φυτών

Τα μέτρα αντιμετώπισης διακρίνονται σε καλλιεργητικά, μηχανικά, φυσικά και βιολογικά. Συγκεκριμένα στους ακτινιδεώνες χρησιμοποιούνται τα εξής μέτρα:
1.       Ατεργασία εδάφους: αποσκοπεί όχι μόνο στην καταπολέμηση των ζιζανίων αλλά και στην εξοικονόμηση υγρασίας και στην εξασφάλιση καλού αερισμού του εδάφους. Με τη μέθοδο αυτή διατηρείται το χωράφι καθαρό από τα ετήσια ζιζάνια. Στα μειονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι η διασπορά των πολυετών ζιζανίων, η υποβάθμιση της δομής του εδάφους, η καταστροφή των επιφανειακών ριζών και το ότι αν ακολουθήσει βροχόπτωση έχει ως αποτέλεσμα να γεμίσει λάσπες το χωράφι με συνέπεια να δυσχεραίνονται οι εργασίες στο χωράφι.
2.       Κοπή ζιζανίων: Επιτυγχάνεται ο έλεγχος των ζιζανίων με συνεχείς κοπές (3-4) τον χρόνο με την χρήση χορτοκοπτικού μηχανήματος και κόσας επί των γραμμών. Τα υπολείμματα παραμένουν στο χωράφι και για να αυξήσουμε την οργανική ουσία αλλά και να παρεμποδιστεί το φύτρωμα νέων ζιζανίων.
3.       Δημιουργία χορτοτάπητα – ανταγωνιστικών φυτών: Επιδιώκεται η αρμονική συνύπαρξη της φυτείας με ένα φυσικό ή τεχνητό χλοοτάπητα από είδη που δεν δημιουργούν πρόβλημα ανταγωνισμού. Η παρουσία χλοοτάπητα βελτιώνει την γονιμότητα του εδάφους, δημιουργεί κατάλληλο μικροκλίμα για τα ωφέλιμα έντομα, περιορίζει την παρουσία αγριόχορτων και ελαχιστοποιεί την διάβρωση του εδάφους. Τα φυτά της εδαφοκάλυψης χρησιμοποιούνται είτε ως χλωρές λιπάνσεις είτε ως επιστρώματα.
4.       Κάλυψη με αδιαπέρατο υλικό: Εφαρμόζεται κυρίως με την χρήση μαύρου πλαστικού γύρω από τον λαιμό των νεαρών πρέμνων, ώστε να μην συναντήσουν ανταγωνισμό από τα ζιζάνια στα πρώτα έτη της ανάπτυξης τους.

Αντιμετώπιση Εχθρών

Οι σοβαρότεροι εχθροί της ακτινιδιάς στη χώρα μας είναι οι εξής:
1.       Pseudaulacaspis pentagona οικ. Diaspididae: Το κοκκοειδές αυτό προσβάλλει τον κορμό, τα κλαδιά και τους καρπούς. Πολλαπλασιάζεται με μεγάλη ταχύτητα και απορροφάει τους χυμούς του πρέμνου, οδηγώντας το στην εξασθένιση έως και την ξήρανση. Για την αντιμετώπιση του υπάρχουν τρία ωφέλιμα έντομα που ελέγχουν αποτελεσματικά το κοκκοειδές, τα Encarsia berlesey, Chilocorus bipustulatus, Lindorus tophanthae. Εφαρμόζεται επίσης η μέθοδος της υδροβολής όπου τα δένδρα ψεκάζονται με νερό υπό πίεση, καθώς και διάφορα σκευάσματα παραφινελαίων.
 2. Thrips tabaki οικ. Thripidae: Προσβάλει κυρίως τα φύλλα μεταχρωματίζοντας τα και επιφέρει την τελική ξήρανση τους. Αντιμετωπίζεται από ωφέλιμα αρπακτικά όπως τα Orius sp. , Anthocoris sp. , Amblyseius sp. Και με την χρήση σκευασμάτων που έχουν βάση στις πυρεθρίνες.

3.  Ακάρεα της οικ. Tentranychidae: Τα ακμαία τρέφονται από τους χυμούς και προκαλούν μεταχρωματισμούς στα φύλλα. Δεν αποτελεί σοβαρό οικονομικό πρόβλημα για την καλλιέργεια. Αντιμετωπίζεται με την παρουσία αρπακτικών όπως το Phytoseiulus persimilis και με την χρήση θερινού πολτού.

  4.  Bothynoderes punctiventris οικ. Curculionidae και Melolontha melolontha οικ. Scarabacidae. Oι ζημιές που επιφέρουν τα δύο αυτά έντομα δεν κρίνονται ως σοβαρές. Εμφανίζονται κυρίως σε φυτείες που γειτνιάζουν με τευτλοκαλλιέργειες.



5.   Νηματώδεις: Η ακτινιδιά προσβάλλεται από νηματώδεις του γένους Meloidogyne spp. και κυρίως από τα είδη M. halpa, M, avanica. Τα φυτά που προσβάλλονται μένουν καχεκτικά και η παραγωγή μειώνεται ποσοτικά και ποιοτικά. Η καλύτερη μέθοδος αντιμετώπισης είναι η πρόληψη. Θα πρέπει να αποφεύγονται εδάφη με ιστορικό παρουσίας νηματωδών, έστω και αν μια εργαστηριακή ανάλυση εδάφους δεν το επιβεβαιώνει. Μπορούμε να δράσουμε πριν την εγκατάσταση της φυτείας με: κατάκλυση του εδάφους με νερό, με ηλιοαπολύμανση, με την προμήθεια καθαρού φυτικού υλικού, με την ενσωμάτωση οργανικών ουσιών, η οποία μειώνει την πυκνότητα του πληθυσμού λόγω της αύξησης λιπαρών οξέων και φαινολικών ουσιών στο έδαφος. Επίσης παρατηρήθηκε ότι σε υλικά πλούσια σε οργανική ουσία, η ύπαρξη σαπροφυτικών ειδών νηματωδών οι οποίοι είναι ανταγωνιστικοί στα φυτοπαρασιτικά είδη.

Αντιμετώπιση Ασθενειών

Οι κυριότερες ασθένειες που προσβάλλουν την ακτινιδιά είναι οι εξής:
1.       Phytopthora castorum: Προσβάλει τον φλοιό, κάμβιο, βίβλο με αποτέλεσμα τη σήψη και την τελική ξήρανση του δένδρου. Η προσβολή διευκολύνεται από παρουσία πληγών (καλλ. φροντίδες, παγετός), καθώς και από την παρουσία νηματωδών. Ευνοείται από την παρουσία υγρασίας στον λαιμό του φυτού. Αντιμετώπιση: Να αποφεύγονται τα συνεκτικά εδάφη που δεν στραγγίζουν καλά. Θα πρέπει να διαμορφώσουμε το σημείο φύτευσης έτσι ώστε να είναι υπερυψωμένο και να στραγγίζει καλύτερα η περιοχή γύρω από τον λαιμό του πρέμνου. Οι όψιμες αρδεύσεις με κατάκλυση αν είναι δυνατόν θα πρέπει να αποφεύγονται. Επιβάλλεται έλεγχος στα νεαρά φυτά όταν φυτεύονται και στην περίπτωση εμφάνισης ρωγμών μετά από παγετό, να γίνεται επάλειψη με βορδιγάλειο πολτό.
2.       Rhizoctonia Solani: Παρουσιάζονται έλκη και το φυτό στην αρχή εξασθενεί και στη συνέχεια νεκρώνεται. Εφαρμόζονται τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνουμε για τη φυτόφθορα.
3.       Armilaria mellea: Προκαλεί σηψιρριζίες. Ο ρυθμός ανάπτυξης μειώνεται και το δένδρο οδηγείται σε ξήρανση. Αντιμετώπιση: Πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα από το φυτώριο (καθαρά εργαλεία, αποφυγή υγρασίας). Εφαρμόζεται σκεύασμα του Trichoderma spp, που δρα ανταγωνιστικά στην ανάπτυξη του Α. mellea.
4.       Botrytis cinerea: Προσβάλλει κυρίως τους καρπούς τόσο στον αγρό όσο και μετασυλλεκτικά με αποτέλεσμα την σήψη του καρπού. Εγκαθίσταται αρχικά σε τομές κλαδέματος καθώς και σε βλαστούς και άνθη. Οι καρποί δεν θα πρέπει να τραυματίζονται κατά την συγκομιδή διότι θα προσβληθούν στους ψυκτικούς θαλάμους. Αντιμετώπιση: Κατά το κλάδεμα ψεκάζουμε προληπτικά με χαλκό, όπως και πριν την συγκομιδή. Αυτή η εφαρμογή ίσως επιφέρει ένα επίστρωμα στους καρπούς κάτι που τους καθιστά αντιεμπορικούς. Τα παραφινικά λάδια δρουν ικανοποιητικά όπως και ο ανταγωνιστής Trichoderma spp.
5.       Agrobacterium tumeefaciens: Βακτήριο που προκαλεί καρκινώματα. Αντιμετωπίζεται με μέτρα φυτοϋγιεινής και αποφυγής δημιουργίας πληγών στο υπέργειο μέρος. Χρησιμοποιούνται χαλκός και ένα ανταγωνιστικό στέλεχος του βακτηρίου Agrobacterium radiobacter το Κ-84.
6.       Altenaria Alternata: Είναι μία νέα ασθένεια για την ακτινιδιά στο νομό Ημαθίας όπου προσβλήθηκαν βλαστοί έτους με την δημιουργία ελκών, εμφανίστηκαν κηλιδώσεις στα φύλλα που συνεχίστηκε από έντονη φυλλόπτωση.

Αντιπαγετική προστασία

Η αντιπαγετική προστασία είναι πολύ σημαντική για την ακτινιδιά, γιατί μετά από την εμφάνιση παγετού η παραγωγή μηδενίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά.
Παθητική προστασία:
1.       Η εκλογή της θέσης του οπωρώνα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να αποφεύγονται οι θύλακες παγετού και περιοχές με μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης παγετών ακτινοβολίας.
2.       Παρουσία ανεμοφρακτών.
3.       Κοπή των φυτών εδαφοκάλυψης επιβάλλεται γιατί ελαχιστοποιεί την πιθανότητα ζημιάς από παγετούς ακτινοβολίας.
4.       Κάλυψη με μονωτικά υλικά των κορμών.
Ενεργητική προστασία:
1.       θέρμανση οπωρώνα με θερμάστρες.
2.       Εφαρμογή τεχνητής βροχής με το εγκατεστημένο σύστημα άρδευσης. Η χρησιμοποίηση αυτοματοποιημένου συστήματος με διακοπτόμενη διαβροχή δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα.
3.       Εγκατάσταση ανεμομικτών οι οποίοι έχουν το μειονέκτημα του υψηλού κόστους αγοράς και της αναποτελεσματικότητας όταν μεταφέρονται ψυχρές μάζες αέρα.
Παράγοντες για καλή καρποφορία: Ο παραγωγός μέσα στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας απαιτείται να διαθέτει και ευαισθησίες και γνώσεις έτσι ώστε το παραγόμενο προϊόν να μην υπολείπεται σε τίποτα από τα προϊόντα της συμβατικής γεωργίας ως προς την ποιότητα και το ύψος της παραγόμενης ποσότητας. Πρέπει να κατανοεί και να κατέχει την φυσιολογική διαδικασία που ρυθμίζει την παραγωγή, καθώς και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι εξής:
1.       Επαρκές χειμερινό ψύχος: Η ακτινιδιά απαιτεί 800-1000 ώρες ψύχους για να διαφοροποιήσει τις ανθικές της καταβολές.
2.       Έκθεση οφθαλμών στο φως: Το φως έχει θετική επίδραση στο επίπεδο σχηματισμού ανθικών καταβολών.
3.       Ευρωστία και υγιεινή κατάσταση: Επιτυγχάνεται με την κατάλληλη λίπανση και άρδευση.
4.       Ύψος καρποφορίας: Καθορίζεται από το κλάδεμα που θα εφαρμοστεί. Αν διατηρηθεί μεγάλος αριθμός διατηρούμενων οφθαλμών τόσο μειώνεται το ποσοστό των γόνιμων οφθαλμών. Αν κλαδέψουμε αυστηρά, αυξάνουμε το ποσοστό έκπτυξης των οφθαλμών αλλά ταυτόχρονα και την βλάστηση (υπερβολική- λαίμαργοι) που επηρεάζει το ύψος της επόμενης παραγωγής.
5.       Παράγοντες που αποτελούν κληρονομικά χαρακτηριστικά όπως:
·       δυναμικό των ανθοφόρων οφθαλμών
·       αριθμό σχηματιζόμενων ανθοταξιών
·       αριθμό ανθέων ανά ανθοταξία
·       συνολικός αριθμός ανθέων κατά γόνιμο ανθοφόρο οφθαλμό

Βάρος καρπού – Παράγοντες διαμόρφωσης του

Το βάρος επηρεάζεται από τρεις παράγοντες:
1.       Βαθμό επικονίασης: εννοούμε τον αριθμό γονιμοποιημένων ωαρίων. Όσο πιο πολλούς σπόρους έχει ένα ακτινίδιο τόσο πιο μεγάλο είναι το βάρος του.
2.       Φορτίο διατηρούμενων οφθαλμών στο χειμερινό κλάδεμα: το μέσο βάρος των καρπών ελαττώνεται όσο αυξάνουν οι οφθαλμοί. Επεμβαίνουμε είτε με αυστηρό κλάδεμα, είτε με λιγότερο αυστηρό που ακολουθείται όμως από αραίωμα ανθέων και καρπών.
3.       Το φως: Καρποί εκτεθειμένοι στο φως είναι σαφώς βαρύτεροι από εκείνους που βρίσκονται στη σκιά.

Εμπορία – Διάθεση Βιολογικών Ακτινιδίων

Στην Ημαθία δεν υπάρχει κάποιο εξειδικευμένο δίκτυο προώθησης των βιολογικών ακτινιδίων. Η διάθεση γίνεται είτε μέσα από ομάδες παραγωγών, είτε μεμονωμένα μετά από συμφωνία με φορείς εμπορίας με σκοπό την πανελλαδική διανομή. Τελευταία γίνεται προσπάθεια παρασκευής βιολογικής μαρμελάδας από την Biofarming – Βιολογικές Καλλιέργειες ΜΕΠΕ, εταιρεία που εδρεύει στα Τρίκαλα Ημαθίας, με πολύ καλές προοπτικές διάθεσης του προϊόντος.

Συμπεράσματα – προτάσεις

Η παραγωγή βιολογικών ακτινιδίων είναι μία πραγματικότητα. Το ακτινίδιο προσφέρεται για βιολογική καλλιέργεια τόσο γιατί αξιοποιεί τα συγκριτικά εδαφοκλιματικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όσο και γιατί προσβάλλεται από λίγους εχθρούς και ασθένειες σε σχέση με άλλες καλλιέργειες. Απαιτείται όμως η λήψη κάποιων μέτρων όπως:
1.       Οικονομική ενίσχυση των παραγωγών στο μεταβατικό στάδιο\
2.       Δημιουργία υποδομής για την οργάνωση εμπορίας
3.       Εφαρμογή κατάλληλου Marketing
4.       Ενημέρωση των αγροτών για την βιωσιμότητα της βιολογικής γεωργίας
5.       Ενημέρωση καταναλωτών για τις ιδιαιτερότητες όλων των βιολογικών προϊόντων.
Άξιο λόγου είναι το παράδειγμα της Ν. Ζηλανδίας όπου την καλλιεργητική περίοδο 1991/92 ξεκίνησε το πρόγραμμα Kiwigreen, ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης διαχείρισης παραγωγής και μέχρι το 1996/97 το σύνολο της παραγωγής το είχε υιοθετήσει. Η εφαρμογή του προγράμματος ήρθε ως αποτέλεσμα της πίεσης των καταναλωτών από τις αγορές του εξωτερικού. Πέρα όμως από την επιτυχία του προγράμματος αυτού γίνονται σκέψεις αν θα πρέπει να ακολουθήσουν τον βιολογικό τρόπο παραγωγής στο άμεσο μέλλον.
Ίσως χρειάζεται μία ανάληψη πρωτοβουλίας από τον κρατικό μηχανισμό για την εκπόνηση αντίστοιχου προγράμματος για την χώρα μας στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας με στόχο τον εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής αγοράς.

Πανικός για το φυτό Στέβια.



Στέβια σε τσάι, αναψυκτικά, σε τρόφιμα ως υποκατάστατο της ζάχαρης, σε παγωτά, μαστίχες, καραμέλες, οδοντόπαστες, υγρά καθαριότητας, ακόμα και φαρμακευτικά προϊόντα.
Ξαφνικά συντελείτε μια μικρή επανάσταση κατά της ζάχαρης, με «παντιέρα» τη γλυκαντική αυτή ουσία από τα φύλλα ενός μικροσκοπικού θάμνου που έλκει την καταγωγή του από τη Λατινική Αμερική. Διατροφική πρόοδος ή ένα ακόμα «κόλπο» του παγκόσμιου μάρκετινγκ, προκειμένου να αξιοποιηθεί η στροφή όλο και περισσότερων καταναλωτών προς τα φυτικά προϊόντα;


Το μόνο βέβαιο είναι πως τα τελευταία χρόνια κολοσσοί, μεταξύ των οποίων η Coca-Cola, η PepsiCo, η Unilever, η National Beverage Corp., η Eli Lilly, αλλά και ελληνικές εταιρείες όπως η ΕΨΑ έχουν υλοποιήσει σημαντικές επενδύσεις για να αντικαταστήσουν μέρος των ποσοτήτων ζάχαρης που χρησιμοποιούν με στέβια. Πολυεθνικές έχουν ήδη κατοχυρώσει πάνω από 20
διαφορετικές χρήσεις της στέβιας και πήραν έγκριση για χρήση στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ενώ διεθνώς εντείνεται η συζήτηση τόσο σε φαρμακευτικό, εμπορικό, επιχειρηματικό και, φυσικά, αγροτικό, επίπεδο για τη χρήση της.

Πού οφείλεται, όμως, η μεταστροφή αυτή; Όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς τροφίμων, οι λόγοι είναι δύο. Πρώτον, λόγω των φυσικών ιδιοτήτων της. Είναι ένα ισχυρό γλυκαντικό, 300 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, αλλά χωρίς καθόλου θερμίδες, και είναι ασφαλές για την ανθρώπινη υγεία, χωρίς ενδείξεις ανεπιθύμητης δράσης στον ανθρώπινο οργανισμό. Ήδη η στέβια προβάλλει ως ισχυρός ανταγωνιστής των τεχνητών γλυκαντικών ουσιών (όπως της ασπαρτάμης).

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την εκτόξευση της τιμής της ζάχαρης. Τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο ράλι των εμπορευμάτων είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία άνοδο της τιμής της ζάχαρης και, κατ΄ επέκταση, του κόστους παραγωγής εκατοντάδων χιλιάδων προϊόντων. Η ζάχαρη έφτασε να κοστίζει σχεδόν τρεις φορές περισσότερο από όσο το 2000 και, παρά την πρόσφατη διόρθωση της τιμής, συνεχίζει να κινείται σε υψηλά επίπεδα. Πίσω από το ράλι τιμών βρίσκονται η ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση για αγαθά από ανερχόμενες αγορές, όπως η Κίνα και η Ινδία, και γενικότερα από χώρες όπου η οικονομική ανάπτυξη ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο.

Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, καθώς παγκοσμίως η μεσαία τάξη εκτιμάται πως θα φτάσει τα 5 δισ. το 2030, από 1,8 δισ. που υπολογίζεται σήμερα, προβλέπεται πως η ζήτηση για εμπορεύματα θα συνεχίσει να ωθεί τις τιμές προς τα πάνω.

Ως αποτέλεσμα, η βιομηχανία τροφίμων κυρίως αναζήτησε φθηνότερες εναλλακτικές, με τη στέβια ήδη να χαρακτηρίζεται ως «η ζάχαρη του μέλλοντος». Πέραν της Λατινικής Αμερικής, χώρες με μεγάλη αγροτική παραγωγή και φθηνά αγροτικά χέρια, όπως η Ινδία και, κυρίως, η Κίνα, που αποτελεί τον μεγαλύτερο καλλιεργητή στέβιας στον κόσμο, έχουν αυξήσει εντυπωσιακά την παραγωγή τους τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με έρευνα της Zenith International, κατά το 2010 οι πωλήσεις της στέβιας διεθνώς ανήλθαν στους 3.500 μετρικούς τόνους, αυξήθηκαν δηλαδή 27% σε σχέση με το 2009, αντιπροσωπεύοντας συνολική αξία 285 εκατ. δολαρίων. Οι πιο πρόσφατες μελέτες αναφέρουν πως έως το 2014 προβλέπεται ότι η αγορά της στέβιας θα αγγίξει τα 825 εκατ. δολάρια.

Αγροτική παραγωγή

Η στέβια προσφέρει σήμερα μια ευκαιρία αντίστοιχη με εκείνη που πρόσφερε παλιότερα η τευτλοκαλλιέργεια και η βιομηχανική παραγωγή ζάχαρης για τη δημιουργία απασχόλησης, αλλά και αγροτικής και βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον γεωπόνο Παύλο Καπόγλου, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από μέρους των αγροτών, ύστερα από τις επιτόπιες ενημερωτικές επισκέψεις που τους έγιναν, γιατί είναι μια καλλιέργεια που γίνεται χωρίς υψηλές απαιτήσεις σε εισροές, λιγότερο «κουραστική», πολύ πιο προσοδοφόρα απ΄ ό,τι πολλές παλιές καλλιέργειες (σιτάρι, βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, καλαμπόκι, ηλίανθος, καπνός κ.ά.), και μάλιστα οικονομικά αυτοδύναμη.

Εκτιμάται πως τα μικτά κέρδη από την καλλιέργεια στέβιας μπορούν να διαμορφωθούν στα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα και είναι πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τη βαμβακοκαλλιέργεια, που αποδίδει μικτά κέρδη όχι περισσότερα από 250 ευρώ ανά στρέμμα.

Την ίδια στιγμή, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει αποφασίσει τη διακοπή της επιδότησης προς τους καπνοπαραγωγούς από το 2013, η στέβια εκτιμάται ότι μπορεί να αντικαταστήσει μέρος της ήδη φθίνουσας καπνοκαλλιέργειας στη χώρα.

Από τα χωράφια στα ράφια των σούπερ-μάρκετ

Δεκάδες ήδη προϊόντα στην Ελλάδα έχουν αντικαταστήσει τη ζάχαρη με στέβια. Ακόμα περισσότερο, γνωστές εταιρείες έχουν προχωρήσει στη δημιουργία νέων προϊόντων που βασίζονται στη χρήση της εναλλακτικής αυτής γλυκαντικής ουσίας, προσδοκώντας να καρπωθούν οφέλη από την τάση αλλαγής των διατροφικών συνηθειών και στη χώρα μας.

Η Coca-Cola 3E ήταν μία από τις πρώτες εταιρείες στην Ευρώπη που λάνσαρε ρόφημα με συνδυασμό στέβιας και άλλων γλυκαντικών φυσικής προέλευσης. Στην Ελλάδα έχει ήδη λανσάρει το Nestea Stevia, το οποίο διαθέτει 30% λιγότερα σάκχαρα και θερμίδες. Ο Βασίλης Λώλας, διευθυντής Επικοινωνίας της εταιρείας, σημειώνει πως η Coca-Cola 3E επιδεικνύει ενδιαφέρον για τη χρήση της στέβιας και δεν αποκλείεται η χρήση της να επεκταθεί και σε άλλα προϊόντα του ομίλου. Σε άλλες αγορές, όπως στη Γαλλία, η Coca-Cola France ανακοίνωσε πως, εκτός του Nestea, θα χρησιμοποιήσει την εναλλακτική της ζάχαρης γλυκαντική ουσία και για τη Sprite.

Μετά τα πρώτα βιολογικά αναψυκτικά, η ΕΨΑ ανακοίνωσε την κυκλοφορία των ΕΨΑ light, των «πρώτων ελληνικών αναψυκτικών με στέβια», αποτέλεσμα έρευνας και δοκιμών στο εργαστήριο της εταιρείας που διήρκεσαν πάνω από δύο χρόνια. Η ΕΨΑ light λεμονάδα και η ΕΨΑ light πορτοκαλάδα περιέχουν 2 και 9 θερμίδες ανά 100 ml, αντίστοιχα.

Αλλά και σε τρόφιμα γίνεται στροφή από τη ζάχαρη. Η Unilever ξεκίνησε την προώθηση της Hellmann΄s Ketchup με Stevia, με 50% λιγότερη ζάχαρη. Επίσης, πρόσφατα κυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά το Sweete, από τη Φάρμα-σερβ-Λίλλυ, ένα φυσικό γλυκαντικό από φύλλα στέβιας, χωρίς θερμίδες, εναλλακτικό της ζάχαρης και των συνθετικών γλυκαντικών ουσιών. Είναι, επίσης, κατάλληλο για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, δεν περιέχει νάτριο ή αλάτι, ούτε γλουτένη.

Τέσσερα «μυστικά» για τη ζάχαρη του μέλλοντος

Τι είναι η στέβια;
Η στεβια (stevia rebaudiana) είναι ένα είδος φυτού με προέλευση από τη Βραζιλία και την Παραγουάη. Περιέχει μια ουσία που ονομάζεται στεβιόζη ή στεβιόλη και η οποία έχει πολλαπλάσια γλυκαντική δύναμη σε σύγκριση με τη ζάχαρη. Είναι συγγενικό με διάφορα βότανα και άνθη, όπως το χαμομήλι, η μαργαρίτα και το χρυσάνθεμο. Η γλυκιά γεύση των φύλλων της είναι γνωστή εδώ και αιώνες στους αυτόχθονες της Ν. Αμερικής, που τη χρησιμοποιούν ως φυσικό γλυκαντικό. Όμως, πλέον, χρησιμοποιείται σε αρκετές χώρες ως εναλλακτική γλυκαντική ουσία, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης σε ουσίες με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, υδατάνθρακες και θερμίδες. Η γλυκαντική ύλη από το φυτό στέβια εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2011, ακολουθώντας τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων.

Είναι ασφαλής η κατανάλωσή της;
Η Ιαπωνία ήταν από τις πρώτες χώρες που, από τις αρχές του 1 970, αξιολόγησαν την ασφάλεια της στέβιας και των γλυκαντικών της και ενέκριναν τη χρήση τους σε τρόφιμα και ροφήματα. Το 2008, ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (U.S. Food and Drug Administration - FDA) αναγνώρισε τη στέβια ως Generally Recognized As Safe - GRAS (γενικά αναγνωρισμένη ως ασφαλής). Την ίδια χρονιά, η Κοινή Επιστημονική Επιτροπή του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τα πρόσθετα των τροφίμων (JECFA) έκρινε ότι τα εκχυλίσματα στέβιας είναι ασφαλή για κατανάλωση, ενώ η χρήση της εγκρίθηκε σε Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία.

Το 2010, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) αξιολόγησε το σύνολο των δεδομένων από μελέτες που διερεύνησαν την ασφάλεια των γλυκοζιτών στεβιόλης και, σε συμφωνία με την JEFCA, τους θεώρησε ασφαλείς για κατανάλωση, δηλώνοντας ότι «δεν είναι καρκινογόνος, δεν είναι τοξική και δεν είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη αναπαραγωγή». Τέλος, το 201 1, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη χρήση των γλυκοζιτών στεβιόλης ως γλυκαντικού σε τρόφιμα και ροφήματα.

Ωστόσο, σε κάποιες χώρες, η στέβια δεν έχει πάρει άδεια χρήσης. Για παράδειγμα, στο Χονγκ Κονγκ και στη Σιγκαπούρη παραμένει επισήμως απαγορευμένη. Ο λόγος είναι ότι οι Οργανισμοί Υγείας σε κάθε χώρα αξιολογούν διαφορετικά τις έρευνες που έχουν γίνει γύρω από τη στέβια.

Μελετώνται οι φαρμακευτικές της ιδιότητες;
Έρευνες γίνονται για την επίδραση της στέβιας στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αφού θεωρείται πως ενεργοποιεί την έκκριση ινσουλίνης. Επίσης, πιστεύεται ότι ενισχύει την άμυνα του οργανισμού και προστατεύει από ιούς και βλάβες του DNA. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ενδεχομένως, για τη μείωση της υπέρτασης, τη μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος ή ως καρδιοτονωτικό, όμως καμία από τις ιδιότητες αυτές δεν έχουν ακόμη επισήμως επιβεβαιωθεί.

Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη φαρμακοβιομηχανία;
Παράγοντες από τον χώρο του φάρμακου θεωρούν πως η στέβια δύσκολα θα μπορούσε να αποτελέσει συστατικό φαρμάκου ή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως έκδοχο για τη βελτίωση της γεύσης. Εντούτοις, η ευρωπαϊκή και η ελληνική νομοθεσία θέτουν πολύ αυστηρούς περιορισμούς στον τομέα του φαρμάκου. Θα πρέπει, εξάλλου, να αξιολογηθεί κατά πόσο συμφέρει η αντικατάσταση των γλυκαντικών που ήδη χρησιμοποιούνται ως έκδοχα με τη στέβια, σε τι δοσολογία θα χρησιμοποιηθεί και εάν η επαναλαμβανόμενη κατανάλωσή της μέσω του φαρμάκου επιφέρει οποιουδήποτε είδους παρενέργειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Επιπλέον, αν επιτραπεί η χρήση στέβιας, το τελικό φαρμακευτικό προϊόν θα πρέπει να λάβει την απαραίτητη έγκριση για κυκλοφορία του στην αγορά.

Πηγή: εφημερίδα "Κεφάλαιο"

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Μοντέρνα Δενδροκομία - Οπωρώνες Υψηλής Ποιότητας


Μιλώντας για οπωρώνες υψηλής πυκνότητας, θα μπορούσε να θεωρηθεί, από τους περισσότερους, σαν μία καινοτομία, αλλά στην πραγματικότητα τόσο στην Ελλάδα  όσο και στις υπόλοιπες  Ευρωπαϊκές  χώρες αποτελεί τον προσανατολισμό  της δενδροκομίας του μέλλοντος και η καλλιέργεια των φρούτων στα επόμενα χρόνια, επικεντρώνεται σε αυτό το είδος της εγκατάστασης.

Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται και να εξηγήσουμε τους κυριότερους λόγους, που καθιστούν την επιλογή αυτών των φυτειών σχεδόν αναγκαστική.

Βασικά χαρακτηριστικά ενός Οπωρώνα Πυκνής Φύτευσης (ο.π.φ.):
  • Υψηλή πυκνότητα φύτευσης: μεταβαλλόμενη ανάλογα με το είδος. Ενδεικτικά 3-5 φορές η και περισσότερο σε σχέση με τις παραδοσιακές φυτείες. Παίρνοντας για παράδειγμα την καλλιέργεια της κερασιάς, ένας παραδοσιακός Κερασώνας, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες αποτελoύνταν από δένδρα ύψους μέχρι 15μ.διαμόρφωση που σήμερα δεν συστήνεται, λόγω του μεγάλου κόστους εργατικών για κλάδεμα, συγκομιδή κ.λ.π. Σήμερα μία σύγχρονη  φυτεία απαιτεί δένδρα όχι υψηλότερα από 3-4 μ. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα είδη. Η αύξηση των φυτών ανά στρέμμα είναι μεγαλύτερη στα Γιγαρτόκαρπα. Δεν είναι όμως μόνο ο αριθμός των φυτών ανά στρέμμα που  χαρακτηρίζει αυτές τις εγκαταστάσεις. Είναι επίσης:
  • Η διαφορετική προσέγγιση σε καλλιεργητικές τεχνικές, «επανεξέταση» του κλαδέματος και ειδική διαμόρφωση των δένδρων, ανάλογα με το είδος και τις ποικιλίες, για καλύτερη εκμετάλλευση του ήλιου και καλύτερου αερισμού,με αποτέλεσμα την καλύτερη ποιότητα. Καλύτερο χρώμα,μεγαλύτερη ομοιομορφία καρπών.
  • Προτεραιότητα σε εναλλακτικές τεχνικές, όπως λυγίσματα και αφαιρέσεις κλαδιών, τοπική και ελεγχόμενη άρδευση, συστήματα ενεργητικής προστασίας, κύρια, με αντιχαλαζικά  δίχτυα, εξειδικευμένοι τρόποι φυτοπροστασίας.
Κύριοι λόγοι για την επιλογή Οπωρώνων Υψηλής Πυκνότητας:
  • Μεγαλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη μεγαλύτερη απόδοση της παραγωγής. Αν πάρουμε ένα οπωρώνα  υψηλής πυκνότητας και ένα παραδοσιακό, και  τους συγκρίνουμε σε μεγάλη περίοδο, σε επίπεδο ποσότητας παραγωγής ,μπορεί οι αποδόσεις να είναι μεγαλύτερες στον παραδοσιακό οπωρώνα, συμβαίνει όμως το αντίθετο για τα πρώτα χρόνια παραγωγής και κυρίως για την ποιότητα παραγωγής, όπως επίσης και για το κόστος παραγωγής.
  • Μεγαλύτερη δυνατότητα προσαρμογής στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μηλιά. Μέχρι σήμερα, η εμπορική διάρκεια των κλώνων και των ποικιλιών της μηλιάς, δεν ξεπερνά τα  5-7 χρόνια, μια κατάσταση αδιανόητη για τα παραδοσιακά συστήματα.
  • Οι εποχιακές απαιτήσεις οικονομικού χαρακτήρα, για παράδειγμα της αχλαδιάς, δεν συμπίπτουν με αυτές της μηλιάς. Η υιοθέτηση ενός οπωρώνα υψηλής  πυκνότητας, με τις χαμηλότερες απαιτήσεις σε εργατικό κόστος, παράγοντας ,που  όπως είναι γνωστό στην δενδροκομία, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το κόστος παραγωγής.
  • Καλύτερη ποιότητα των προϊόντων. Σε ένα παραδοσιακό οπωρώνα, η ποιότητα είναι συχνά αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία  των δένδρων και ακόμη ετερογενής μέσα στο ίδιο το δένδρο με αποτέλεσμα την κλιμακωτή συγκομιδή και την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής.
  • Πρώιμη  είσοδος στην καρποφορία, που είναι πολύ μεγάλο εμπορικό και οικονομικό πλεονέκτημα.

Βασικοί κανόνες για την εγκατάσταση οπωρώνων υψηλής πυκνότητας:
Φυτά:
  • Τα δενδρύλλια πρέπει να είναι υγιή και σε καλή φυσική κατάσταση.
  • Να είναι πιστοποιημένα και να έχουν μπλε  καρτελάκι.
  • Να έχουν τον απαιτούμενο αριθμό πλάγιων κλαδιών.
  • Να είναι εμβολιασμένα πάνω στο κατάλληλο υποκείμενο, το οποίο επηρεάζει το τελικό μέγεθος των δένδρων, αλλά και την ποιότητα και ποσότητα της παραγωγής.
Έδαφος:
  • Προτιμώνται εδάφη ελαφριά, βαθιά και καλά αεριζόμενα, με καλή αποστράγγιση.
  • Είναι απαραίτητη η ανάλυση εδάφους με βάση την οποία καθορίζονται τα είδη που μπορούν να εγκατασταθούν στο συγκεκριμένο έδαφος, το υποκείμενο, οι αποστάσεις φύτευσης και με βάση τις αποστάσεις φύτευσης το τελικό σχήμα που θα δοθεί στα δένδρα. Η ανάλυση εδάφους καθορίζει  και το πρόγραμμα λίπανσης, σε σχέση πάντα με το είδος την ποικιλία, την ηλικία των δένδρων και άλλων παραγόντων που εξετάζονται από εξειδικευμένους γεωπόνους.
Άρδευση:
  • Εξετάζεται η διαθεσιμότητα και η ποιότητα του νερού.
  • Γίνεται εγκατάσταση του συστήματος άρδευσης, για σωστή παροχή νερού την απαιτούμενη χρονική στιγμή.
  • Με την άρδευση γίνεται και η υδρολίπανση.
Υποστύλωση και Αντιχαλαζική προστασία:
  • Την προστασία της παραγωγής και του φυτικού κεφαλαίου
  • Την εξασφάλιση του συνεχούς εφοδιασμού των αγορών με δικά μας προϊόντα.
  • Την ποιότητα των προϊόντων
  • Την αποφυγή μεγάλων αποζημιώσεων, λόγω ζημιών από το χαλάζι, από τον ΕΛΓΑ.